-
1 λεία
II v. λαιαί.------------------------------------A booty, plunder, freq. in Hdt. (v. infr.), etc. (Hom. and Hes. always use ληΐς); esp. of cattle, opp. ἄνθρωποι, Pi.l.c., Th.2.94 (v. infr. 4);λείας ἀπαρχὴν βοῦς S.Tr. 761
, cf. Aj.54, 145 (anap.): pl., ἐφθαρμένας εὑρίσκομεν λείας ἁπάσας ib.26; rarely of persons,ἀγόμεθα λεία E.Tr. 614
; prey of hunters, Id.Rh. 326: generally, booty, Th.8.3, X.HG1.2.4, 1.3.2; τοὺς λοιποὺς ληΐην θέσθαι give them up as plunder, Hdt.4.202; λείαν ποιεῖσθαι τὴν χώραν, = λεηλατεῖν τὴν χώραν, Th.8.41;λείαν ἄγειν X.Cyr.5.3.1
;ἐπὶ λείαν ἐκπορεύσονται Id.An.5.1.8
, etc.;κατὰ ληΐην ἐκπλῶσαι Hdt.2.152
: pl.,διεσκεδασμένοι κατὰ τὰς ἰδίας λείας X.HG1.2.5
: prov., Μυσῶν λεία, of anything that may be plundered with impunity, Stratt.35, D.18.72, Arist.Rh. 1372b33.4 flocks and herds, cattle,ἀπογραφὴ λείας PHib.1.33.2
(iii B.C.), cf. PPetr.3p.279 (iii B.C.), BGU 1012 (ii B.C.), D.S.19.21, 97;ἀτέλεια τῆς λ. OGI748.9
(Cyzic., iii B.C.). (Lit. the people's property, cf. Lat. populari 'plunder'.) -
2 Μυσός
Μῡσός, ὁ, Mysian, A.Pers.52 (anap.), etc.: proverbially feeble and effeminate, whence prov. Μυσῶν λεία, i. e.A a prey to all, of anything that can be plundered with impunity, Stratt.35, D.18.72, Arist.Rh. 1372b33; ὁ Μυσῶν ἔσχατος the most worthless of men, Magn.5, cf. Philem.77, Men.55; τῶν λεγομένων M. ;εἴ σοι Μυσόν γε ἥδιον καλεῖν Id.Grg. 521b
, cf. E.Fr. 704.
См. также в других словарях:
λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… … Dictionary of Greek
Μυσός — (II) Μυσός, ὁ (ΑΜ) ο κάτοικος τής Μυσίας αρχ. παροιμ. φρ. α) «Μυσῶν λεία» λεγόταν για πράγμα που είναι εκτεθειμένο στη διάθεση όλων και επομένως υπόκειται ατιμωρητί σε λαφυραγωγία β) «ὁ Μυσῶν ἔσχατος» ο πιο ευτελής από τους ανθρώπους … Dictionary of Greek